πλεχτήριο

πλεχτήριο
το, Ν
βλ. πλεκτήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλεχτήριο — το εργοστάσιο ή εργαστήρι πλεχτικής: Το πλεχτήριο είναι ανοιχτό όλη την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεκτήριο — και πλεχτήριο, το, Ν 1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές 2. εργαστήριο πλεκτικής ή τμήμα κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη χρήση πλεκτικών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτήριο — το βλ. πλεχτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”